- αμούσωτος
- ἀμούσωτος, -ον (Α) [μουσῶ]ο άμουσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμούσωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek